Η Σουσαννού
Από την πρώτην του Μαγιού βλαστά τζιαί το ζιμπούλιν*
ελάτε ν'αδροικήσετε της Σούσας το τραούδιν.
Η Σούσα ήταν λυερή της Τζύπρου το καμάριν,
π'α(γ)απά τον Σαρίπαυλην τ'ώμορφο παλλικάριν.
Α(γ)άπα τον τζι'α(γ)άπα την γρόνους δεκατεσσάρους
Αλήθκεια το αερφάτζιν της ήταν με τους κουρσάρους.
Τζιαί μιαν αυκήν εις το στρωθκειός* τον ήλιον εκαθούσεν
τζιαί με το μαντηλάτζιν της τα δάκρυκα σφογγούσεν.
Πολοέται η μάνα της τζι'ο τζύρις της, της λέει:
- Είν'τα σιεις Σουσαννάτζιν μου τζιαί κάθεσαι τζιαί κλάεις;
- Όρεινον* είδ'αφέντη* μου, τζι'όρεινον το κατέχω,
πώς ήρτεν τ'αερφάτζιν μου τζι'ήταν ξεσπαθωμένον,
ήτουν το χανταράτζιν* του στο γαίμαν βουττημένον.
Τζιαί πολοέτ'η μάνα της τζιαί ο τζύρις της τζιαί λέει:
- Όρεινον είδες, Σούσα μου, τζι'ά(φ)ησ'το να περάση,
τζ'εσέναν τ'αερφάτζιν σου στα ξένα να γερέση,
στα ξένα τζιαί στην ξενηδκειάν, στα ξένα τζιαί γυρίζει,
για τα θερκά τον φάασιν, για άλλη καμιά τον ρίζει.
Πήαιννε στρώσε, Σουσαννού, τζιαί σβύσε τζιαί τον λύχνον.
Πάει τζιαί στρώννει (η) Σουσαννού τζιαί σβύνει τζιαί τον λύχνον.
Μέσα το μεσάνυχτον ήρτεν ο αερφός της.
Που τον θωρεί η Σουσαννού, εθάμπωσεν το φως της.
Σούσα μου φέρε μου νερόν τζιαί διψασμένος είμαι,
απού τα πέρα των περών τζιαί ποσταμένος* είμαι.
Πκιάννει γυαλλένον μαστραπάν* τζιαί πα να τον γεμίση,
νερόν που το πηάιν* της κρυόν τζιαί που την βρύσιν.
- Σούσα μου πκοιόν εν πό 'βαλες στην κλίνην σου ακάτω,
τζ'απού τα πέρα των περών εγώ επάντεχά* τον.
- Α(δ)έρφι θαρρείς έπκιασα τες τέχνες τες διτζές σου
που νυχτοξημερώννε σου με τες πολιτιτζές* σου;
Έβκαλεν το χαντζάριν του το περευλοημένον,
από σιει τζιαί τον χάροντα πάνω ζωγραφισμένον.
Μιάν χαντζαρκάν της έδωκεν κάτω που το βυζίν της
τζιαί το χαντάριν έφτασεν ως τζει που το φλαντζίν* της.
Άκουσεν τόσην ταρασιήν που'καμεν το κορμίν της,
εσείστην το κλινάριν της τζι'ένωσεν ο Παυλής της:
- Σούσα μου πκοιός σ'ελά(β)ωσεν, πκοιός σ'έδωσεν τον χάρον,
τζιαί πώς να τον περάσω γιώ τον κόσμον τον απάνω;
Μούσκους τζιαί μοσκοκάρυα μασά τζ'ετάισέν την.
- Σούσα μου, βούρα* στον γιατρόν να γιάνης την πλη(γ)ήν σου,
όσα τζ'αν πάσιν γιατρικά διά τα ο Παυλής σου.
Επήεν εις την μάνα της παθοκονταρεμένη*
τζ'επήεν εις την μάνα της στο γαίμαν βοθττημένη.
Που την θωρεί η μάνα της στέκει συχναρωτά την:
- Σούσα μου, πκοιός σ'ελά(β)ωσεν πκοιός σ'έδωκεν τον χάρον,
ας έσιει την κατάραν μου, πάντα του τουλαττάρω*.
- Μάνα τζιαί σύρε στον γιατρόν να γιάνη την πλη(γ)ήν μου·
Τρέσιει η μάνα στον γιατρόν τζιαί λέει τζιαί λαλεί του:
- Γιατρέ, γιατρέ μου, γιάτρεψε τζι'εμέναν το παι(δ)ίν μου,
όσα τζι'αν πάσιν γιατρικά διά τα το πουντζίν μου,
αν πάσιν σσίλλια εκατόν, σσίλλια τζιαί πεντακόσια,
διά τα ο Σαρίπαυλης, ας πάσιν τζ''αλλα τόσα.
Επολοήθην ο γιατρός τζιαί λέει τζιαί λαλεί της:
- Τζυρά γιατρέψαμεν πολλούς παθοκονταρισμένους·
έτσ'αρφοπαθοκονταρεμόν εν εί(δ)αμεν ποττέ μας.
Χαρικλού Γ. Μαλά
Ετών 70 - Άρσος , 1919
Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου
ζιμπούλιν = άνθος
στρωθκειός = στρώμα
όρεινον = όνειρο
αφέντη = πατέρα
χανταράτζιν = λόγχη
ποσταμένος = κουρασμένος
μαστραπάς = τενεκκές
πηάιν = πηγάδι
επάντεχα = παρεμόνευα
πολιτιτζές = πελλακίδες
φλαντζίν = συκώτι
βούρα = τρέξε
παθοκονταρεμένη = πληγωμένη από κοντάρι
τουλαττάρω* = στολίζω