Τα Τζιόνενα
Δαμαί ν΄η στράτα του τζιονιού, της τζιόνενης της βρύσης.
Δίκλα, δκιαβάτη, να την δεις΄ δαρκολοά τζιαι στάσσει.
Η δαμνολιά ισιάζει την το δείλις αντηλάριν.
Ισιάζει με τζ’ εμένα που εσιέπασεν το τζιόνιν.
Δακάτω δά βραμός του Χάρου ένι τζιαί μετόσσιν.
Πεζεύκουσιν με τ'αστανιόν τζιαί δίκουροι δκιαβαίνουν.
Με χάραμαν του φου θωρούν, με καρτερούν ξηφώτιν.
Εν η ζωή αντίδερον, κατακλαστόν πεντάρτιν.
Ο πάνου κόσμος εν ολόκοπον ψουμίν τζιαί νάμαν
να πίννεις δρόσον το πρωίν, γλυκόπκιοτον το γέρμαν.
Την πλάσην ούλλην να θωρείς τζιαί Πλάστην να δοξάζεις.
Χαρούσιμη εν η θωρκά απού'σσει καταλιάιν.
Δίκλα να δεις ατρύητον το φως πον'αγιοφόριν.
Μέλλιμον εν μερώννει την ψυσσιήν τζιαί μακκωμένην;
Δίκλα τζ'αγκάδκιασε αβκήν του φου πόν'να λαμνίσει.
Αντάν να γείρει του βουνού, του κάμπου ν'ανεφάνει
θαρκέσαι πως ελούρισεν που πανωδκιόν θεότη
θαρκέσαι τζείνην την ραήν του κόσμου πως θυρώννει.
Στο ξήστρατον που ρέσσεις του τζιονιού, στην καντουνάδαν
δεντρόν αθθάτον μπλάστηκεν τζιαί κόψε αμασκάλην.
Τζ'εμένα δίκλησε να δεις εις το τζηπίν του Χάρου
π'σύρνουν μούττην τα δεντρά ποττέ, με παραρίζιν
παρά στοιβάζει ο τζαιρός παντές μιλλοψιχάιν.
Τα κάλλη σου εφέγγαν μου τζι'εδκιάβαινα την στράταν.
Δαμαί το τζιόνιν φέγγει μου, η τζιόνενη η βρύση.
Ανέφανε δειλίνιασμαν που δροσινίσκει τέλεια
νηλιού το φως που θώρηννα να φέρεις τζιαί ξηφώτιν.
Ανέν δοξιώτης ο τζαιρός, αρπαουνιάρης Χάρος
τζι'εβάωσεν τες μέρες μου κάτω στην Αλησμόνην
εν λησμονιέται της ψυσσιής αθθύμηση τζιαί γνώση.
Ασύντυχον τζιαί μανιχόν το τζιόνιν πάντα στέκει.
Μεσόν της κλυνιμιάς στέκει το καταρώτημάν του.
Με ξηντηλά την φώτην πανωδκιόν με καταλυεί την
μα ξηφανέρωτον το φως περίτου πκιόν δασκεύκει.
Ασύντυχον, μονάτζιν του το τζιόνιν πάντα στέκει.
Παραστατός της λύπης ένι, ξηστείασμα χαράς.
Την ανοδκιάν σωρεύκει την π'ανώρας τζιαί την πίκραν.
Περίλειπον το τζιόνιν μνείσκει όποθθεν τζι'αν το δεις.
Εν η ζωή αγλήορη, περατιτζή τζιαί ξένη.
Πικραθασσιά πως ήτουν σε ποταμωσσιά το δείλις
να πεις πως ήτουν όρομαν, τζ'εδίκλησες να την δεις.
Ποταμοσσιά π'αθκιείς λοής-λογιών αθθούς τζιαί κλώνους
τζιαί το βουνόν ραντίζεις το με μυρωδκιές βριμήδιν
τον δύμνιον τον Λωρόβουνον να μου ποσσαιρετήσεις
πον'το λουλάτζιν γιώρκιν του τζι'η παλληκαροσύνη.
Εν η ζωή αγλήορη, μια σταλαμή τζιαί ξένη.
Είμαστιν σταλαμή στο φως, εν τζείνο που μας λάμνει.
Σγιάν τ΄αερούδιν που φυσά ομπρόθυρα το πωρνόν
τζιαί γέρμαν πκιόν επόστρεψεν στην γην την γερκωμένη
μιαν αμμαδκιάν εξήφεξεν τζινούρκο φως της μέρας
τζι'επύσκασεν πηθαύριον περίλυπον συγράδιν.
Τα τζύμματα της θάλασσας κηντίλησεν κανένας;
μερονυχτού ποσώννουνται τζιαί παν να βρουν τον Πλάστην.
Ξηφώτιν τζιαί μολύβωμαν για πάντα μολοούσιν.
Αμμά το μιαλλύττερον κακόν να μολοούσαν
μιαν Αλυτζή αφέγγιστη, στειάδιν εν του Άδη.
Αννοίη το πλατάνιν της ζωής τζιαί φτερακούμεν.
Ανήμπλετοι τζιαί ξηστητζοί στο φως που σαϊττεύκει
την αρκεμώνην της ψυσσιής εμπλέξαμεν αθθύμιον.
Είμαστιν δάξω δα του κόσμου γαστρικά, λουβίδιν.
Σαμπού λουβά πικραθασσιά στην γην την γερκωμένη
έτσι λοής περατιτζοί στο φως, ορτοξυλή του κόσμου.
Εν τζείνο που παλλησκοπούμεν, τζείνο που μας λάμνει.
Η πλάση την ανοιχτοσύνην ούλλην αγκαθκιά την.
Απού γεννήσσιος του καθάρκος ο φανός της πλάσης.
Θαρκέσαι πως ελούρισεν που πανωδκιόν θεότη.
Παντού συμπλάζει τ'άννοιμαν, μιτά του αναλυέται
μυρκάζει τζιαί ασπρολοά σγιάν τζύμμα πα στον βράχον.
Εν συλλοάται ταπισόν συγράδιν πως εν νάρτει.
Φανόν τζιαί πλάστοσύνην που πλανεύκουν αδονίζει
στ΄αγνάντιν μέσα μπλάσκεται τζιαί πνάζει νεπαμένη.
Το μνήμαν μόνον μύρεται ασύντυχον, πληξιμιόν.
Εν ποκαλάμη γέρημη στον κάμπον που σκαλεύκει.
Κάλιον η πλάση πόλυτη πον'αγρωνίζει Χάρον
σγιάν κοραλλιά που κρογελά τζιαί πάντα της ροδεύκει.
Τζένη Κωνσταντινίδη
Ποιητική Συλλογή «Τα κιόνενα», 2009
Δίκλα, δκιαβάτη, να την δεις΄ δαρκολοά τζιαι στάσσει.
Η δαμνολιά ισιάζει την το δείλις αντηλάριν.
Ισιάζει με τζ’ εμένα που εσιέπασεν το τζιόνιν.
Δακάτω δά βραμός του Χάρου ένι τζιαί μετόσσιν.
Πεζεύκουσιν με τ'αστανιόν τζιαί δίκουροι δκιαβαίνουν.
Με χάραμαν του φου θωρούν, με καρτερούν ξηφώτιν.
Εν η ζωή αντίδερον, κατακλαστόν πεντάρτιν.
Ο πάνου κόσμος εν ολόκοπον ψουμίν τζιαί νάμαν
να πίννεις δρόσον το πρωίν, γλυκόπκιοτον το γέρμαν.
Την πλάσην ούλλην να θωρείς τζιαί Πλάστην να δοξάζεις.
Χαρούσιμη εν η θωρκά απού'σσει καταλιάιν.
Δίκλα να δεις ατρύητον το φως πον'αγιοφόριν.
Μέλλιμον εν μερώννει την ψυσσιήν τζιαί μακκωμένην;
Δίκλα τζ'αγκάδκιασε αβκήν του φου πόν'να λαμνίσει.
Αντάν να γείρει του βουνού, του κάμπου ν'ανεφάνει
θαρκέσαι πως ελούρισεν που πανωδκιόν θεότη
θαρκέσαι τζείνην την ραήν του κόσμου πως θυρώννει.
Στο ξήστρατον που ρέσσεις του τζιονιού, στην καντουνάδαν
δεντρόν αθθάτον μπλάστηκεν τζιαί κόψε αμασκάλην.
Τζ'εμένα δίκλησε να δεις εις το τζηπίν του Χάρου
π'σύρνουν μούττην τα δεντρά ποττέ, με παραρίζιν
παρά στοιβάζει ο τζαιρός παντές μιλλοψιχάιν.
Τα κάλλη σου εφέγγαν μου τζι'εδκιάβαινα την στράταν.
Δαμαί το τζιόνιν φέγγει μου, η τζιόνενη η βρύση.
Ανέφανε δειλίνιασμαν που δροσινίσκει τέλεια
νηλιού το φως που θώρηννα να φέρεις τζιαί ξηφώτιν.
Ανέν δοξιώτης ο τζαιρός, αρπαουνιάρης Χάρος
τζι'εβάωσεν τες μέρες μου κάτω στην Αλησμόνην
εν λησμονιέται της ψυσσιής αθθύμηση τζιαί γνώση.
Ασύντυχον τζιαί μανιχόν το τζιόνιν πάντα στέκει.
Μεσόν της κλυνιμιάς στέκει το καταρώτημάν του.
Με ξηντηλά την φώτην πανωδκιόν με καταλυεί την
μα ξηφανέρωτον το φως περίτου πκιόν δασκεύκει.
Ασύντυχον, μονάτζιν του το τζιόνιν πάντα στέκει.
Παραστατός της λύπης ένι, ξηστείασμα χαράς.
Την ανοδκιάν σωρεύκει την π'ανώρας τζιαί την πίκραν.
Περίλειπον το τζιόνιν μνείσκει όποθθεν τζι'αν το δεις.
Εν η ζωή αγλήορη, περατιτζή τζιαί ξένη.
Πικραθασσιά πως ήτουν σε ποταμωσσιά το δείλις
να πεις πως ήτουν όρομαν, τζ'εδίκλησες να την δεις.
Ποταμοσσιά π'αθκιείς λοής-λογιών αθθούς τζιαί κλώνους
τζιαί το βουνόν ραντίζεις το με μυρωδκιές βριμήδιν
τον δύμνιον τον Λωρόβουνον να μου ποσσαιρετήσεις
πον'το λουλάτζιν γιώρκιν του τζι'η παλληκαροσύνη.
Εν η ζωή αγλήορη, μια σταλαμή τζιαί ξένη.
Είμαστιν σταλαμή στο φως, εν τζείνο που μας λάμνει.
Σγιάν τ΄αερούδιν που φυσά ομπρόθυρα το πωρνόν
τζιαί γέρμαν πκιόν επόστρεψεν στην γην την γερκωμένη
μιαν αμμαδκιάν εξήφεξεν τζινούρκο φως της μέρας
τζι'επύσκασεν πηθαύριον περίλυπον συγράδιν.
Τα τζύμματα της θάλασσας κηντίλησεν κανένας;
μερονυχτού ποσώννουνται τζιαί παν να βρουν τον Πλάστην.
Ξηφώτιν τζιαί μολύβωμαν για πάντα μολοούσιν.
Αμμά το μιαλλύττερον κακόν να μολοούσαν
μιαν Αλυτζή αφέγγιστη, στειάδιν εν του Άδη.
Αννοίη το πλατάνιν της ζωής τζιαί φτερακούμεν.
Ανήμπλετοι τζιαί ξηστητζοί στο φως που σαϊττεύκει
την αρκεμώνην της ψυσσιής εμπλέξαμεν αθθύμιον.
Είμαστιν δάξω δα του κόσμου γαστρικά, λουβίδιν.
Σαμπού λουβά πικραθασσιά στην γην την γερκωμένη
έτσι λοής περατιτζοί στο φως, ορτοξυλή του κόσμου.
Εν τζείνο που παλλησκοπούμεν, τζείνο που μας λάμνει.
Η πλάση την ανοιχτοσύνην ούλλην αγκαθκιά την.
Απού γεννήσσιος του καθάρκος ο φανός της πλάσης.
Θαρκέσαι πως ελούρισεν που πανωδκιόν θεότη.
Παντού συμπλάζει τ'άννοιμαν, μιτά του αναλυέται
μυρκάζει τζιαί ασπρολοά σγιάν τζύμμα πα στον βράχον.
Εν συλλοάται ταπισόν συγράδιν πως εν νάρτει.
Φανόν τζιαί πλάστοσύνην που πλανεύκουν αδονίζει
στ΄αγνάντιν μέσα μπλάσκεται τζιαί πνάζει νεπαμένη.
Το μνήμαν μόνον μύρεται ασύντυχον, πληξιμιόν.
Εν ποκαλάμη γέρημη στον κάμπον που σκαλεύκει.
Κάλιον η πλάση πόλυτη πον'αγρωνίζει Χάρον
σγιάν κοραλλιά που κρογελά τζιαί πάντα της ροδεύκει.
Τζένη Κωνσταντινίδη
Ποιητική Συλλογή «Τα κιόνενα», 2009
Το τζόνιν είναι το μάρμαρον. Σ'αυτή τη περίπτωση η ποιήτρια μας παραθέτει στην αρχαιότητα των κιόνων, δηλαδή τα μαρμάρινα επιτύμβια, τα μνήματα. Η κυπριακή διάλεκτος είναι πολύ κοντά στ'αρχαία ελληνικά.
Ο περάτης είναι και αυτή αρχαία ελληνική λέξη που χρησιμοποιούμε στη κυπριακή διάλεκτο και σημαίνει περαστικός ή διαβάτης. Δηλαδή το τζιόνιν του περάτη είναι το μαρμάρινο επιτύμβιο μνήμα μπροστά από το διαβάτη που στη πραγματικότητα είναι ο θάνατος. Στο ποιήμα ο περαστικός παροτρύνεται να προσέχει από το θάνατο και να οδεύει προς το δρόμο της ζωής. Πιο κάτω παραθέτω ολόκληρο το ποιήμα και το μεταφράζω κιόλας στα νέα ελληνικά. Πιστεύω ότι η μετάφρασή μου είναι πιστή και κοντά στο αρχικό νόημα. Πιστεύω ότι αυτό το ποιήμα είναι ένα αριστούργημα και είναι κρίμα γιατί θα παραμένει άγνωστο για πάντα, όχι μόνο στη Ελλάδα αλλά και στη Κύπρο
Το Τζόνιν του Περάτη
Περάτη, εν ροδεύκουσιν τζει κάτω που πεζεύκεις.
Περάτη, εν ροδεύκουσιν τζει κάτω που πεζεύκεις.
Τζει κάτω εν έσσει χαράν
εν ραϊσμένη η θωρκά...
η πάχνη π'αγναντεύκεις.
εν ραϊσμένη η θωρκά...
η πάχνη π'αγναντεύκεις.
Π'ανώρας εσκοτείνιασεν τζι'οι μέρες εβαώσαν.
Εν δαρκομένος ο τζαιρός
στην κατωγής τζαι λιερός
ούλλα μαντές μαρκώσαν.
Εν δαρκομένος ο τζαιρός
στην κατωγής τζαι λιερός
ούλλα μαντές μαρκώσαν.
Όσσον που να ξηφέξει καρτέρειννε το ξηφώτιν.
Πρώμα να δεις το κρόδωμαν
τζειν'της αβκής το δάρκωμαν
σγιαν την καρκιάν πυρόψιν.
Πρώμα να δεις το κρόδωμαν
τζειν'της αβκής το δάρκωμαν
σγιαν την καρκιάν πυρόψιν.
Περάτη μου, στο στραφείν σου τ΄άστρη τζαι το φεγγάριν.
Βρουλλάμενος να μεν μπλαστεί
καφούριν θέμι το στρατίν
ναν'πάντα καλοτάριν.
Βρουλλάμενος να μεν μπλαστεί
καφούριν θέμι το στρατίν
ναν'πάντα καλοτάριν.
Προσάψιμον του Άδη, κόψε, τζι΄έπαρε προσγέλιον
έναν λυάδιν δροσινόν
του φου να γένεις μακρινόν
ξηφώτιν τζαι Βατζέλλιον.
έναν λυάδιν δροσινόν
του φου να γένεις μακρινόν
ξηφώτιν τζαι Βατζέλλιον.
Τζένη Κωνσταντινίδη
Ποιητική Συλλογή «Τα Κιόνενα»
Εκδόσεις Ακτή. Λευκωσία, 2009
Ποιητική Συλλογή «Τα Κιόνενα»
Εκδόσεις Ακτή. Λευκωσία, 2009
Η μετάφρασή μου στα νέα ελληνικά
Διαβάτη δεν γιορτάζουνε εκεί κάτω που καταβένεις (πεζεύκω σημαίνει κατεβένω από το άλογο)
Εκεί κάτω δεν έχει χαρά
είναι ραγισμένη η θωριά
η πάχνη που αγναντεύεις
Εκεί κάτω δεν έχει χαρά
είναι ραγισμένη η θωριά
η πάχνη που αγναντεύεις
Απ΄ενωρίς σκοτείνιασε κι'οι μέρες έχουν κλείσει τη θύρα (βαδώννω σημαίνει κλείνω τη θύρα)
Είναι δακρυσμένος ο καιρός
στη κάτω γη και θλιμμένος
όλα είναι σαν να έχουν παγώσει (μαρκώννω σημαίνει παγώνω από το τσουχτερό κρύο)
Είναι δακρυσμένος ο καιρός
στη κάτω γη και θλιμμένος
όλα είναι σαν να έχουν παγώσει (μαρκώννω σημαίνει παγώνω από το τσουχτερό κρύο)
Μόλις χαράξει περίμενε τη χαραυγή
Πρώτα να δεις το άκρον της στέγης
της αυγής το δάκρυσμα
σας της καρδιάς τη πορφυρή όψη (πυρόψιν = χρώμα της φωτιάς)
Πρώτα να δεις το άκρον της στέγης
της αυγής το δάκρυσμα
σας της καρδιάς τη πορφυρή όψη (πυρόψιν = χρώμα της φωτιάς)
περαστικέ μου, στο γυρισμό σου, τ΄άστρα και το φεγγάρι
ανεμοστρόβιλος να μην βρεθεί
ολάσπρον μάλιστα να είναι το μονοπάτι
να είναι πάντα αιθρία.
ανεμοστρόβιλος να μην βρεθεί
ολάσπρον μάλιστα να είναι το μονοπάτι
να είναι πάντα αιθρία.
Πρασάναμα του Άδη, κόψε και πάρε σαν ξεγέλασμα
ένα κλαδί δροσερό (δηλαδή πράσινο)
του φωτός να γίνεις μακρινό
γλυκοχάραμα και Ευαγγέλιο.
ένα κλαδί δροσερό (δηλαδή πράσινο)
του φωτός να γίνεις μακρινό
γλυκοχάραμα και Ευαγγέλιο.
Το Βενέτικον Γρουσάφιν
Τζείν'το βενέτικον γρουσάφιν των δκυό σου αμμαδκιών
που το στενόν που ρέσσεις τώμου δικλήσεις φέγγει πκιόν.
Τζι'όπου γλυκοθωρήσεις τον γινήσκεται ξηφώτιν.
Φανός της μέρας, ανατείλημαν του φου ξηφέγγει.
που το στενόν που ρέσσεις τώμου δικλήσεις φέγγει πκιόν.
Τζι'όπου γλυκοθωρήσεις τον γινήσκεται ξηφώτιν.
Φανός της μέρας, ανατείλημαν του φου ξηφέγγει.
Τζείν το βενέτικον γρουσάφιν των δκυό σου αμμαδκιών
το δειν σου για τους λας εν φυσημα γλυτζύν τ'ανέμου.
Για λλόου μου, εν θέαλλη τζαι γλιστερόν κατάρτιν.
Εν χας, κρεμμός που τ'άψη του λατσίζεσαι τζαι πάεις.
Για λλόου μου καμός· ο κόσμος δίχα σου εν ψέμαν.
το δειν σου για τους λας εν φυσημα γλυτζύν τ'ανέμου.
Για λλόου μου, εν θέαλλη τζαι γλιστερόν κατάρτιν.
Εν χας, κρεμμός που τ'άψη του λατσίζεσαι τζαι πάεις.
Για λλόου μου καμός· ο κόσμος δίχα σου εν ψέμαν.
Τζένη Κωνσταντινίδη
Τοιχογραφία: Εκκλησία Παναγίας Χρυσοπαντάνασσας, Παλαιχώρι, Κύπρος
Η Καρκιά της Κύπρου
Της Κύπρου τ'αερούδιν
εν μυρωδκιά δάενου ξυλαλά
γινήσκεται τραούδιν
τζαί συντυχάννει μέσα στην καρκιάν.
γινήσκεται τραούδιν
τζαί συντυχάννει μέσα στην καρκιάν.
Των κορασσιών της τα δκυό μμάδκια
εν μέλιν που τζυλά του Μασσαιρά.
Την μιάν γελούν τζαι φέρνουν γυαλλουδκιάν
προσαύκουν σε την άλλην στην πυράν.
εν μέλιν που τζυλά του Μασσαιρά.
Την μιάν γελούν τζαι φέρνουν γυαλλουδκιάν
προσαύκουν σε την άλλην στην πυράν.
Εν ο αέρας της κρασίν κουμανταρένον
π'αζούλεψέ τον τζ'η θεά.
Έσσει που τότες τζαι γυρίζει πκιόν
πα στου Ακάμα τα βουνά.
π'αζούλεψέ τον τζ'η θεά.
Έσσει που τότες τζαι γυρίζει πκιόν
πα στου Ακάμα τα βουνά.
Τζι'έναν πορίζιν φύτεψεν
πορίζιν του καμού τζαι της χαράς.
Στης Κύπρου μόνον την καρκιάν εβλάστησεν
τζαι ρίζει πρόσω τζει τους λας.
πορίζιν του καμού τζαι της χαράς.
Στης Κύπρου μόνον την καρκιάν εβλάστησεν
τζαι ρίζει πρόσω τζει τους λας.
Λαλούν τ'αγάπισμαν τζαι πεθυμιάν
λαλούν το του καμού δροσολαξιάν.
Τζ'εν τ'αερούδιν που γλυκοφυσά
μέσα στης Κύπρου την καρκιάν.
λαλούν το του καμού δροσολαξιάν.
Τζ'εν τ'αερούδιν που γλυκοφυσά
μέσα στης Κύπρου την καρκιάν.
Τζένη Κωνσταντινίδη
Τα Kιόνενα, 2009
Τα Kιόνενα, 2009