Η παράδοση ορίζει ότι την ημέρα του Πάσχα ο κόσμος πρέπει να φορά παπούτσια και ρούχα άπαννα, δηλαδή καινούργια. Σε προγούμενες εποχής ακόμα και οι μάστορες προσέφεραν στα μαθητευόμενα τσιράκια τους ένα καινούργιο ένδυμα ή παπούτσια για το Πάσχα. Το ίδιο έπραταν και οι αφέντες με τους νεαρούς μισταρκούς τους, δηλαδή τους ψυχογιούς τους.
Κατά τα παλιά χρόνια τα ξύλα της λαμπρατζιάς (της μεγάλης φωτιάς), που αναβόταν έξω από την εκκλησία για το κάψιμο του απεικονίζοντος τον Ιούδα ανδρείκελου, ήταν έθιμο να είναι κλεψιμιά (κλοπιμαία). Την κλοπή και συγκέτρωση τους στην αυλή της εκκλησίας αναλάμβαναν συνήθως οι νέοι του χωριού.
Στην Κύπρο ο κόσμος συνεχίζει να πιστεύει ότι όποιος κοιμάται κατά τον ώρα του Καλού Λόγο θα έχει πρόβλημα με τους λαγούς, διότι αυτοί θα του τρώνε τα σπαρτά του και τ΄αμπέλια του. Αυτό ίσχιε και κατά τη μετά την Αναστάσιμη ακολουθία λειτουργία, που διεξαγόταν στις τρεις τα ξημερώματα. Όλοι όφειλαν να παραμένουν ξάγρυπνοι, όπως εξάλλου πρέπει να γίνεται και κατά τις καθιερωμένες κυριακάτικες θείες λειτουργίες. Λέγουν πως όποιος κοιμάται αυτή την τόσο ιερή ώρα είναι σαν να κοιμάται μέσα στη φωτιά.
Το κερί, που ανάβεται κατά τον Καλό Λόγο της Ανάστασης, οι Κύπριοι δεν το πετούν. Το ανάβουν. μόλις ο ιερέας καλέσει τους πιστούς με το γνωστό «Δεύτε λάβεται φως» κατ'ακολουθία και το «Χριστός Ανέστη» του μεσονυκτίου, και το προστατεύουν από τον αέρα, για να μπορέσουν να το μεταφέρουν μέχρι και τα σπίτια τους. Παλιά η φλόγα αυτή μεταδιδόταν σε λίχνους, ενώ τώρα σε φανούς πετρελαίου. Το φως του Πάσχα φυλαγόταν από ανέκαθεν στο σπίτι της κάθε Χριστιανικής οικογένειας για σαράντα μέρες. Με τη φλόγα μερικοί συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να σταυρώνουν τους παραστατούς (κουφώματα) των πορτών των σπιτιών, και μένει πάνω τους η αιθάλη με τη μορφή ενός μικρού μαυρίσματος σε σχήμα σταυρού. Παλιά το κερί, με το οποίο άναβε το φως του Πάσχα, φυλαγόταν μετά το σβήσιμό του. Αυτό θα άναβε ξανά κάθε φορά που θα υπήρχαν μεγάλες χαλαζοθύελλες, διότι έχει την ιδιότητα να τις κάνει να σταματούν. Το κερί του «Καλού Λόγου», της Ανάστασης οι γεωργοί το έπαιρναν επίσης στους αγρούς, για να χαιρετιστούν με το φως του όσα από τα δέντρα ήταν άκαρπα. Συνήθως κατά τη διαδικασία αυτή εκείνος που κρατούσε το κερί πλησίαζε κάθε ένα από τα δέντρα αυτά και, αφού έκανε τρεις περιοδίες γύρω από τον κορμό του, του απεύθυνε το γνωστό σε όλους «Χριστός Ανέστη». Επικρατούσε η αντίληψη ότι μετά από την ενέργια αυτή τα δέντρα «θ'αναστήνονταν», και απελευθερομένα από το κακό, που τα εμπόδιζε, θα καρποφορούσαν πλέον.
Η γιορτή του Πάσχα παλιά άρχιζε από τις πρώτες ώρες της Κυριακής του Πάσχα μετά το πέρας του μεσονύκτιου «Καλού Λόγου» και τη Θεία Κοινωνία στη λειτουργία που ακολουθούσε. Μετά τη θεία κοινωνία η νηστεία η νηστεία θεωρείτο πλέον λήξασα, και έβγαιναν από τις τσέπες τα αυγά τα κόκκινα και οι φλαούνες, για ένα έκτακτο κολατσιό. Την Κυριακή της Λαμπρής γινόταν το μεγάλο μεσημεριανό γλέντι. Η γιορταστική παραζάλη, που εγκαθίστατο στο τραπέζι των οικογενειών, συνέχιζε συνήθως μέχρι αργά το βράδυ.
Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη όποιος έτρωγε ένα αυγό του Πάσχα χωρίς να το έχει μοιραστεί με ένα άλλο άτομο, θα έβγαζε πάνω στο κορμί του γαιματά(δ)ες (καλόγερους). Πολλοί έλεγαν επίσης ότι το κόκκινο χρώμα των αυγών του Πάσχα προερχόταν από το αίμα, που έχυσε ο Χριστός κατά τα πάθη, μετά την τοποθέτηση αγκάθινου στεφανιού πάνω στην κεφαλή του.
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα υπήρχε, και συνεχίζει ν'αναβιώνει μέχρι σήμερα η συνήθεια να συναθροίζονται όλοι οι χωριανοί στην αυλή της εκκλησίας, και να συμμετέχουν σε διάφορες αθλοπαιδιές, όπως μονάππιν, τριάππιν (μήκος και τριπλούν), διτζίμιν (άρσης μεγάλου και βαριού λίθου), και παιχνίδια που κάνουν όλους τους συγχωριανούς να ξανασμίξουν μέσα σε μια ανέμελη και καθολική αμαδικότητα. Οι νέοι των οικογενειών, που έχουν μεταφερθεί λόγου της αστυφιλίας σε άλλα μέρη, έχουν την ευκαιρία να σμίξουν με εκείνους του χωριού, και να διαπιστώσουν συμπάθιες, που ίσως να εξελιχτούν και σε προξενιά. Τα παιχνίδια του Πάσχα συνήθως συνεχίζουν μέχρι και την Δευτέρα (παλιά μέχρι τη Τρίτη), και σ'αυτά συμμετέχουν μικροί και μεγάλοι. Όλοι, καθώς συναντιούνται αναγκαλίζονται, και απευθύνουν το γνωστό «Χριστός Ανέστη» για να εισπράξουν το πάλι γνωστό «Χριστός Ανέστη ο Κύριος».
Οι σούσες (κούνιες) ήταν ένα πολύ σημαντικό και απαραίτητο έθιμο της Λαμπρής στη Κύπρο. Στήνονταν κάτω από καμάρες οπότε το σχοινί περνούσα μέσα από το τερτσέλλιν (τον κρίκον) της καμάρας του δίχωρου δωματίου, ή σε μεγάλους ηλιακούς οπότε το σχοινί περνούσε από την σιερονευκάν (σεδερένια δοκό) της στέγης. Και ακόμα στήνονταν κάτω από μεγάλα δέντρα. Στις σούσες κάθονταν μονάχα κορίτσια. Το σανίδι της σούσας έχει μήκος πέντε περίπου πόδια και λέγεται άρμενο...ν. Δύο ή τρία κορίτσια κάθονταν πάνω σ'αυτό και άλλα δύο στέκονταν ένα στη μια κι ένα στη άλλη πλευρά του σανιδιού (αυτοί που στέκονταν μπορούσε να είναι και αγόρια). Γι'αυτούς ή αυτές που στέκονται έλεγαν ότι αρμενίζουν, γιατί λυγίζουν (κοττούν) τα γόνατά τους και δίνουν ώθηση στον άρμενον (συνεκδοχικά στη σούσα). Απαρέτητα για όσους σούζονταν και όσους τους παρακολουθούσαν ήταν κάθε ίδους τραγούδια. Άρχιζαν όμως πάντα με το γνωστό τραγούδι:
θεέ μου νά ρταν οι Λαμπρές
να κρεμμαστούς οι σούσες,
τζιαί να γεμώσουν τα στενά
ούλλον μαυρομματούσες.
Κατά τα παλιά χρόνια τα ξύλα της λαμπρατζιάς (της μεγάλης φωτιάς), που αναβόταν έξω από την εκκλησία για το κάψιμο του απεικονίζοντος τον Ιούδα ανδρείκελου, ήταν έθιμο να είναι κλεψιμιά (κλοπιμαία). Την κλοπή και συγκέτρωση τους στην αυλή της εκκλησίας αναλάμβαναν συνήθως οι νέοι του χωριού.
Στην Κύπρο ο κόσμος συνεχίζει να πιστεύει ότι όποιος κοιμάται κατά τον ώρα του Καλού Λόγο θα έχει πρόβλημα με τους λαγούς, διότι αυτοί θα του τρώνε τα σπαρτά του και τ΄αμπέλια του. Αυτό ίσχιε και κατά τη μετά την Αναστάσιμη ακολουθία λειτουργία, που διεξαγόταν στις τρεις τα ξημερώματα. Όλοι όφειλαν να παραμένουν ξάγρυπνοι, όπως εξάλλου πρέπει να γίνεται και κατά τις καθιερωμένες κυριακάτικες θείες λειτουργίες. Λέγουν πως όποιος κοιμάται αυτή την τόσο ιερή ώρα είναι σαν να κοιμάται μέσα στη φωτιά.
Το κερί, που ανάβεται κατά τον Καλό Λόγο της Ανάστασης, οι Κύπριοι δεν το πετούν. Το ανάβουν. μόλις ο ιερέας καλέσει τους πιστούς με το γνωστό «Δεύτε λάβεται φως» κατ'ακολουθία και το «Χριστός Ανέστη» του μεσονυκτίου, και το προστατεύουν από τον αέρα, για να μπορέσουν να το μεταφέρουν μέχρι και τα σπίτια τους. Παλιά η φλόγα αυτή μεταδιδόταν σε λίχνους, ενώ τώρα σε φανούς πετρελαίου. Το φως του Πάσχα φυλαγόταν από ανέκαθεν στο σπίτι της κάθε Χριστιανικής οικογένειας για σαράντα μέρες. Με τη φλόγα μερικοί συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να σταυρώνουν τους παραστατούς (κουφώματα) των πορτών των σπιτιών, και μένει πάνω τους η αιθάλη με τη μορφή ενός μικρού μαυρίσματος σε σχήμα σταυρού. Παλιά το κερί, με το οποίο άναβε το φως του Πάσχα, φυλαγόταν μετά το σβήσιμό του. Αυτό θα άναβε ξανά κάθε φορά που θα υπήρχαν μεγάλες χαλαζοθύελλες, διότι έχει την ιδιότητα να τις κάνει να σταματούν. Το κερί του «Καλού Λόγου», της Ανάστασης οι γεωργοί το έπαιρναν επίσης στους αγρούς, για να χαιρετιστούν με το φως του όσα από τα δέντρα ήταν άκαρπα. Συνήθως κατά τη διαδικασία αυτή εκείνος που κρατούσε το κερί πλησίαζε κάθε ένα από τα δέντρα αυτά και, αφού έκανε τρεις περιοδίες γύρω από τον κορμό του, του απεύθυνε το γνωστό σε όλους «Χριστός Ανέστη». Επικρατούσε η αντίληψη ότι μετά από την ενέργια αυτή τα δέντρα «θ'αναστήνονταν», και απελευθερομένα από το κακό, που τα εμπόδιζε, θα καρποφορούσαν πλέον.
Η γιορτή του Πάσχα παλιά άρχιζε από τις πρώτες ώρες της Κυριακής του Πάσχα μετά το πέρας του μεσονύκτιου «Καλού Λόγου» και τη Θεία Κοινωνία στη λειτουργία που ακολουθούσε. Μετά τη θεία κοινωνία η νηστεία η νηστεία θεωρείτο πλέον λήξασα, και έβγαιναν από τις τσέπες τα αυγά τα κόκκινα και οι φλαούνες, για ένα έκτακτο κολατσιό. Την Κυριακή της Λαμπρής γινόταν το μεγάλο μεσημεριανό γλέντι. Η γιορταστική παραζάλη, που εγκαθίστατο στο τραπέζι των οικογενειών, συνέχιζε συνήθως μέχρι αργά το βράδυ.
Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη όποιος έτρωγε ένα αυγό του Πάσχα χωρίς να το έχει μοιραστεί με ένα άλλο άτομο, θα έβγαζε πάνω στο κορμί του γαιματά(δ)ες (καλόγερους). Πολλοί έλεγαν επίσης ότι το κόκκινο χρώμα των αυγών του Πάσχα προερχόταν από το αίμα, που έχυσε ο Χριστός κατά τα πάθη, μετά την τοποθέτηση αγκάθινου στεφανιού πάνω στην κεφαλή του.
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα υπήρχε, και συνεχίζει ν'αναβιώνει μέχρι σήμερα η συνήθεια να συναθροίζονται όλοι οι χωριανοί στην αυλή της εκκλησίας, και να συμμετέχουν σε διάφορες αθλοπαιδιές, όπως μονάππιν, τριάππιν (μήκος και τριπλούν), διτζίμιν (άρσης μεγάλου και βαριού λίθου), και παιχνίδια που κάνουν όλους τους συγχωριανούς να ξανασμίξουν μέσα σε μια ανέμελη και καθολική αμαδικότητα. Οι νέοι των οικογενειών, που έχουν μεταφερθεί λόγου της αστυφιλίας σε άλλα μέρη, έχουν την ευκαιρία να σμίξουν με εκείνους του χωριού, και να διαπιστώσουν συμπάθιες, που ίσως να εξελιχτούν και σε προξενιά. Τα παιχνίδια του Πάσχα συνήθως συνεχίζουν μέχρι και την Δευτέρα (παλιά μέχρι τη Τρίτη), και σ'αυτά συμμετέχουν μικροί και μεγάλοι. Όλοι, καθώς συναντιούνται αναγκαλίζονται, και απευθύνουν το γνωστό «Χριστός Ανέστη» για να εισπράξουν το πάλι γνωστό «Χριστός Ανέστη ο Κύριος».
Οι σούσες (κούνιες) ήταν ένα πολύ σημαντικό και απαραίτητο έθιμο της Λαμπρής στη Κύπρο. Στήνονταν κάτω από καμάρες οπότε το σχοινί περνούσα μέσα από το τερτσέλλιν (τον κρίκον) της καμάρας του δίχωρου δωματίου, ή σε μεγάλους ηλιακούς οπότε το σχοινί περνούσε από την σιερονευκάν (σεδερένια δοκό) της στέγης. Και ακόμα στήνονταν κάτω από μεγάλα δέντρα. Στις σούσες κάθονταν μονάχα κορίτσια. Το σανίδι της σούσας έχει μήκος πέντε περίπου πόδια και λέγεται άρμενο...ν. Δύο ή τρία κορίτσια κάθονταν πάνω σ'αυτό και άλλα δύο στέκονταν ένα στη μια κι ένα στη άλλη πλευρά του σανιδιού (αυτοί που στέκονταν μπορούσε να είναι και αγόρια). Γι'αυτούς ή αυτές που στέκονται έλεγαν ότι αρμενίζουν, γιατί λυγίζουν (κοττούν) τα γόνατά τους και δίνουν ώθηση στον άρμενον (συνεκδοχικά στη σούσα). Απαρέτητα για όσους σούζονταν και όσους τους παρακολουθούσαν ήταν κάθε ίδους τραγούδια. Άρχιζαν όμως πάντα με το γνωστό τραγούδι:
θεέ μου νά ρταν οι Λαμπρές
να κρεμμαστούς οι σούσες,
τζιαί να γεμώσουν τα στενά
ούλλον μαυρομματούσες.