Μιάν φοράν μια αίγια τζιαί μια κουέλλα είθεν να ρέξουν πόναν αρκάτζιν. Επήεν η κουέλλα να ρέξει πρώτα. Την ώραν π'αππήαν, εσούστην η βάκλα της τζι'εφάνησαν τα πισινά της. Η αίγια άμαν την είεν εχαχχάνιζεν· «ώ, εφάνησαν τα πισινά σου, ώ εφάνησαν τα πισινά σου!» Τζι'αναέλαν της ούλην την ώραν. Τα δικά της τα πισινά που εν-ι- σσεπάζουνται ποττέ τους εν τα θώρεν τζι'εθέρεν τα πισσινά της κουέλλας που εφάνησαν τζείν'την ώραν.
(Ο μύθος σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν βλέπουν τις δικές τους ασχημίες και περιγελούν το ελάχιστο που βλέπουν στους άλλους).
Μιαν φοράν επέθανεν ένας τζι'άφηκεν των παιδκιών του μιαν κούμναν χαλλούμια. Τα παιδκιά του εμαλλώναν εις την μιρασσιάν «όι εσού επήρες παραπάνω, όι εσού επήρες παραπάνω...» Που τζαχαμαί επέρναν μια αλουπού που τζι'εφωνάξαν της να τους κάμει τον κριτήν. Εβάλεν τζι'η αλουπού τα χαλλούμια μέσ'στο ζύϊν για να τα μοιράσει. Εβάρεν που την μιαν... εφώναζεν ο ένας. Έτρωεν η αλουπού κάμποσον που τα βαρετά. Εζύαζέν τα τωρά, εβάρεν που την άλλην μερκάν... εφώναζεν ο άλλος! Έτρωεν η αλουπού που τα βαρετά πάλε. Έτσι, εζύαζεν-έτρωεν, εζύαζεν-έτρωεν, ώστι τζι'εν άφηκεν τους μιρασκέρηες!(Ο μύθος διδάσκει ότι ο μεταξύ διαδίκων συμβιβασμός είναι πολύ προτιμότερος της προσφυγής στα δισκαστήρια)
Είσσεν έναν γαλατάρην τζι'επίτωννεν κάθ'ημέρα το γάλαν με το νερόν τζι επούλαν το. Τζείν'τα ριάλια που κέρτισεν που το νερόν που πούλαν με το γάλαν -σαν να πούμεν...εκατόν λίρες- εκράτεν τα τζι'επήαιννεν με τα παμπόρκα έξω. Έτσι σαν τα κράτεν, εππέσαν του μέσ'στην θάλασσαν. «Ά, Παναΐα μου», είπαν ούλλοι, «επήαν τα ριάλια του αδρώπου!» Πολοάται τζι'ο γαλατάρης τζιαι λαλεί «που το νερόν ήρτασιν, εις το νερόν εν να πάσιν».
(Ο μύθος διδάσκει ότι θησαυροί, που αποκτούνται με αθέμιτα μέσα, εξανεμίζονται χωρίς ν'αφήσουν ίχνη).
Ένας κάττος μιαν φοράν αποφάσισεν ν'αγιάσει. Να μεν πκιάννει πκιόν με ποντικούς, με πουλλιά, με να κλέφτει που το τραπέζιν φαγειά. Τζι επήεν σ'έναν μοναστήριν. Πράγματι έδειξεν μετάνοιαν πολλήν για τες πράξεις του τζι'εκάμαν τον δκιάκον. Μιαν ημέραν όμως που κράτεν τον θυμιατό στο 'ναν σσέριν τζιαι την λαμπάαν εις τ'άλλον τζι'εθυμιάτιζεν του παπά, που γύριζεν τ'άϊα, επετάχτηκεν ένας ποντικός. Ο κάττος άμαν τζι'είεν τον ποντικόν εξήασεν πως ήτουν δκιάκος τζιαί ξοπολά τον θυμιατόν τζιαι την λαμπάαν τζιαί βούρος...να πκιάσει τον ποντικόν!(Ο μύθος διδάσκει ότι οι άνθρωποι, που έχουν φυσικά ελαττώματα, δεν μπορούν να τα καταστείλουν, όσο κι'αν προσπαθήσουν, και σε μια στιγμή αδυναμίας θα τα εκδηλώσουν).
Είσσεν μιαν τζι'επαντρεύτικεν έναν σσηράτον με παιδκιά τζι'ότι να-ιν-κάμει είτε πίτταν είτε κουλλούρκα των προονιών της, εν έκαμνεν του δικού της παιδκιού, παρά ελάλεν των προονιών της: «δώστε του εσείς π'έναν κομμάτιν που το δικό σας». Άτε, εδιούσαν του ούλλοι, το παιδίν της έπκιαννεν παραπάνω που τα προόνια, αμμά εν εφαίνετουν.
(Ο μύθος λέγεται για κείνους που χωρίς να έχουν οι ίδιοι τίποτε, παίρνουν περισσότερα από εκείνους που έχουν με τη συνεισφορά τούτων).
Η καμήλα επαρακάλεν να κάμει καμηλίν, να ξηποσταθεί τζιαι τζείνη λλίον που το γομάριν. Αμμά, πού 'καμεν το καμηλίν, εφορτώνναν του το γομάριν, εν το 'σωννεν, άτε εφορτώνναν το τζιαί τζείνον της καμήλας.
(Ο μύθος λέγεται για τους γονιούς που ελπίζοντας ότι θα κάμουν τέκνα και θ'ανακουφισθούν από τους μόχθους της ζωής, επιφορτίζονται τουναντίον με μεγαλύτερα βάρη).