ΚΑΤΑΡΕΣ
Η κατάρα που βραίνει από το στόμα ενός ανθρώπου κα απευθύνεται προς έναν άλλο προέρχεται από ξεχείλισμα ψυχικής οργής, αγανάκτησης κα θανάσμου μίσους που γεμίζουν τα σωθικά του καταρώμενου για κείνον που του προξένησε κάποιο μεγάλο ασυχώρτο κακό. Επικαλείται τότε και τη θεία τιμωρία ή τις διαβολικές δυνάμεις να τον εκδικηθούν με αρρώστια, με θάνατο, με κάθε καταστροφή. Οι κατάρες, που οι αρχαίοι Έλληνες τις έλεγαν «αι αραί», υψώνονται σ'επικλήσεις προς τη θεά Νέμεση ή προς τις σκοτεινές Ερινύες από τους αδικούμενους ή βασανιζόμενους από τους συνανθρώπους των. Αλλά και από τους αδικούμενους συνανθρώπους των. Αλλά και στα χριστιανικά χρόνια διαβάζουμε στις «Πράξεις των Αποστόλων» την αρά του Πέτρου στον Σίμωνα όταν του λέει: «Το αργύριόν σου συν σοι είη εις απώλειαν».
Οι Κύπριοι, όσο συνηθίζουν τις κατάρες, άλλο τόσο και τις φοβούνται όταν νιώθουν ότι έκαμαν μια κακή πράξη, κυρίως όταν η κατάρα προέρχεται από ιερέα, από γέροντα πατέρα ή μητέρα. Όταν η κατάρα ξεστομίζεται, ο καταρώμενος, άνδρας ή γυναίκα, βγάζει το κάλυμμα της κεφαλής του- σκούφο ή τσεμπέρι - γονατίζει στο έδαφος (αν είναι γυναίκα πάνω στο απλομένο της τσεμπέρι), υψώνει τα χέρια στον ουρανό και βγάζει το άχτι της καρδίας του λέγοντας λόγια σαν και τούτα:
Το έναν σου πόι (πόδι) στον τάφο τζι'η ψυχή σου να μεν βκαίννη.
Που να βκουν τ'αμμάθκια σου τζιαι να γεννούν βούρνες (γούρνες) να πίνουν οι κατσικουτάλες (καρακάξες).
Το λαμπρόν να σε κάψει τζιαι να σε κάμη σταχτόν.
Που να σε φάη το βόλιν.
Που να σε ΄δω μουδούριν (τουμπανιασμένον).
Που να σου βάλουν οι μούγιες (μύγες) σκουλούτζια (καπότε χρησιμοποιείται η λέξη μπάσματα (μιάσματα).
Που να σε δέρνουν τα δκυό σου σσέρκα (χέρια).
Που να σε φάη η βλαγγάρα (ηπατίτιδα).
Που να να μεν χορτοψουμίσης (να μην χορτάσεις το ψωμί).
Οι πέτρες νά ΄ναι ψουμιά κ'εσού να μεν τα βρίσκης.
Που να μάθω το μαύρο σου χαπάριν (είδηση του θανάτου σου).
Που να πάρουν οι Ανεράδες το φως σου.
Που να πκιαστής τζιαι να γενής κουττούτζιν (κούτσουρο).
Που να σε κόψη το σπαθίν του Χάρου.
Που να σε νεκροφιλήσω.
Που να κάτσ'η γη που πάνω σου τζι'εγιώ 'που πάνωθκειό σου.
Φάουσαν τζιαι πανούκλαν να βκάλλης στον λαιμόν.
Που να βκουν τα μάδκια σου.
Που να φάω τα κόλλυβά του.
Μακάρι να λαώννεσαι (σεληνιάζεσαι) εφτά φορές την ημέρα.
Που να σε πάρη η πουμπάρτα (βλήμα κανονιού).
ΟΡΚΟΙ
Ο όρκος είναι ένα άγγραφο συμβόλαιο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που στηρίζεται στην επιβεβαίωση μιας απαραβίαστης αλήθειας με συνήθεις μάρτυρες τον Χριστό, την Παναγία, τους αγίους, την προσωπική τιμή του καθενός κα κάθε τι άλλο που θεωρείται ιερό και απαραβίαστο. Ο λαός της Κύπρου σέβεται τον όρκο σαν θεϊκή επιταγή, θυσιάζοντας και τη ζωή του ακόμη για να μη τον καταπατήσει, πράγμα που φανερώνει την παράδοση της ελληνικής φυλής να αφοσιώνεται στους νόμους της ιθηκής τάξης και της αξιοπρέπειας. Με το χέρι στην καρδιά και υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό ορκίζονται οι κάτοικοι της υπαίθρου:
Να αρνηστώ τον Κύριον Ιησούν Χριστόν.
Να με κάψη το 'στραπελέτζιν του Θεού.
Να στράψη το λαμπρόν τζιαι να με κάψη.
Που να μεν φτάσω να ξημερωθώ.
Να μεν 'δω τον Αρχάγγελο στον θάνατόν μου.
Να μεν ιφτάσω να ΄δω Λαμπρήν.
Μα τον Τίμιον Σταυρόν.
Να με δικάση ο Χριστός στην δεύτερήν του παρουσίαν.
Να μεν χαρώ την ζωήν μου.
Να με φά'ο κούφος (οχιά) ο τριτζέφαλος.
Να λυσσάξω τζιαι να φάω τα παιδκιά μου.
Να μεν χαρώ την μάναν μου τζιαι τον τζύρην μου.
Να μεν χαρώ τα παιδκιά μου.
Η κατάρα που βραίνει από το στόμα ενός ανθρώπου κα απευθύνεται προς έναν άλλο προέρχεται από ξεχείλισμα ψυχικής οργής, αγανάκτησης κα θανάσμου μίσους που γεμίζουν τα σωθικά του καταρώμενου για κείνον που του προξένησε κάποιο μεγάλο ασυχώρτο κακό. Επικαλείται τότε και τη θεία τιμωρία ή τις διαβολικές δυνάμεις να τον εκδικηθούν με αρρώστια, με θάνατο, με κάθε καταστροφή. Οι κατάρες, που οι αρχαίοι Έλληνες τις έλεγαν «αι αραί», υψώνονται σ'επικλήσεις προς τη θεά Νέμεση ή προς τις σκοτεινές Ερινύες από τους αδικούμενους ή βασανιζόμενους από τους συνανθρώπους των. Αλλά και από τους αδικούμενους συνανθρώπους των. Αλλά και στα χριστιανικά χρόνια διαβάζουμε στις «Πράξεις των Αποστόλων» την αρά του Πέτρου στον Σίμωνα όταν του λέει: «Το αργύριόν σου συν σοι είη εις απώλειαν».
Οι Κύπριοι, όσο συνηθίζουν τις κατάρες, άλλο τόσο και τις φοβούνται όταν νιώθουν ότι έκαμαν μια κακή πράξη, κυρίως όταν η κατάρα προέρχεται από ιερέα, από γέροντα πατέρα ή μητέρα. Όταν η κατάρα ξεστομίζεται, ο καταρώμενος, άνδρας ή γυναίκα, βγάζει το κάλυμμα της κεφαλής του- σκούφο ή τσεμπέρι - γονατίζει στο έδαφος (αν είναι γυναίκα πάνω στο απλομένο της τσεμπέρι), υψώνει τα χέρια στον ουρανό και βγάζει το άχτι της καρδίας του λέγοντας λόγια σαν και τούτα:
Το έναν σου πόι (πόδι) στον τάφο τζι'η ψυχή σου να μεν βκαίννη.
Που να βκουν τ'αμμάθκια σου τζιαι να γεννούν βούρνες (γούρνες) να πίνουν οι κατσικουτάλες (καρακάξες).
Το λαμπρόν να σε κάψει τζιαι να σε κάμη σταχτόν.
Που να σε φάη το βόλιν.
Που να σε ΄δω μουδούριν (τουμπανιασμένον).
Που να σου βάλουν οι μούγιες (μύγες) σκουλούτζια (καπότε χρησιμοποιείται η λέξη μπάσματα (μιάσματα).
Που να σε δέρνουν τα δκυό σου σσέρκα (χέρια).
Που να σε φάη η βλαγγάρα (ηπατίτιδα).
Που να να μεν χορτοψουμίσης (να μην χορτάσεις το ψωμί).
Οι πέτρες νά ΄ναι ψουμιά κ'εσού να μεν τα βρίσκης.
Που να μάθω το μαύρο σου χαπάριν (είδηση του θανάτου σου).
Που να πάρουν οι Ανεράδες το φως σου.
Που να πκιαστής τζιαι να γενής κουττούτζιν (κούτσουρο).
Που να σε κόψη το σπαθίν του Χάρου.
Που να σε νεκροφιλήσω.
Που να κάτσ'η γη που πάνω σου τζι'εγιώ 'που πάνωθκειό σου.
Φάουσαν τζιαι πανούκλαν να βκάλλης στον λαιμόν.
Που να βκουν τα μάδκια σου.
Που να φάω τα κόλλυβά του.
Μακάρι να λαώννεσαι (σεληνιάζεσαι) εφτά φορές την ημέρα.
Που να σε πάρη η πουμπάρτα (βλήμα κανονιού).
ΟΡΚΟΙ
Ο όρκος είναι ένα άγγραφο συμβόλαιο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που στηρίζεται στην επιβεβαίωση μιας απαραβίαστης αλήθειας με συνήθεις μάρτυρες τον Χριστό, την Παναγία, τους αγίους, την προσωπική τιμή του καθενός κα κάθε τι άλλο που θεωρείται ιερό και απαραβίαστο. Ο λαός της Κύπρου σέβεται τον όρκο σαν θεϊκή επιταγή, θυσιάζοντας και τη ζωή του ακόμη για να μη τον καταπατήσει, πράγμα που φανερώνει την παράδοση της ελληνικής φυλής να αφοσιώνεται στους νόμους της ιθηκής τάξης και της αξιοπρέπειας. Με το χέρι στην καρδιά και υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό ορκίζονται οι κάτοικοι της υπαίθρου:
Να αρνηστώ τον Κύριον Ιησούν Χριστόν.
Να με κάψη το 'στραπελέτζιν του Θεού.
Να στράψη το λαμπρόν τζιαι να με κάψη.
Που να μεν φτάσω να ξημερωθώ.
Να μεν 'δω τον Αρχάγγελο στον θάνατόν μου.
Να μεν ιφτάσω να ΄δω Λαμπρήν.
Μα τον Τίμιον Σταυρόν.
Να με δικάση ο Χριστός στην δεύτερήν του παρουσίαν.
Να μεν χαρώ την ζωήν μου.
Να με φά'ο κούφος (οχιά) ο τριτζέφαλος.
Να λυσσάξω τζιαι να φάω τα παιδκιά μου.
Να μεν χαρώ την μάναν μου τζιαι τον τζύρην μου.
Να μεν χαρώ τα παιδκιά μου.
ΕΥΧΕΣ
Μεγάλη σημασία δίνουν οι Κύπριοι στις ευχές - όπως και κάθε άνθρωπος με καθαρό ψυχικό περιεχόμενο- ιδίως στις ευχές των γονέων. «Ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων», λέει η ευχή της Εκκλησίας την ώρα που γίνεται το μυστήριο του γάμου. «Ευχή γονέων έπαρε και στα βουνά περπάτει», λέει ο Ελληνικός Λαός. Όταν ο ιερέας διαβάζει, στις δεήσεις, τις ευχές όλοι οι Χριστιανοί σταυροκοπιούνται και ψιθιρίζουν ευλαβικά μέσα από τα χείλη τους: «Αμήν, αμήν!»
Έτσι και, όταν οι γονείς εύχονται τα παιδιά τους, η φωνή της ψυχής τους ανεβάζει ζεστή στον Πλάστη από τα βάθη της καρδιάς:
Έχε την ευτζήν (ευχή) μου, γυιέ μου, και να σε ΄δω δεσπότην.
Έχε την ευκούλλαν μου, και να σε 'δω χατζήν απού τον Ιορδάνην.
Να μ'αξιώση ο Θεός να λειτουρκηθούμεν στην Αγίαν Σοφίαν.
Να μ'αξιώση η Δέσποινα να φιλήσω τα στέφανά σου.
Μακάρι να σε θωρούσιν και να σε προσκυνούσιν.
Να ζήσης, να γεράσης, να κάμης τζιαι παιδκιά ν'αρμάσης (παντρέψης).
Θεέ μου, δος μου άλλα δκυό αμμάθκια να θωρώ την λεβεντιάν του.
Τες ευκές μου νά 'χης ούλες τζιαι φορά(δ)ες με τες μούλες.
Έχε την ευκούλλαν μου τζιαι να χιλιοχρονήσης.
Έχε τες ευκές, μου γυιέ μου, απ'τα είκοσί μου νύχια.
Χώμαν τα σσέρκα (χέρια) του να πιάννουν, λουβάριν να σου γένεται.
Μιτσό-μιτσό σ'ανάστησα, να σε χαρώ μιάλον.
Απού τα φυλλοκάρδκια μου διώ σου την ευκήν μου.
Χρουσή νυφφούλα να σε δη, κορούα (κορίτσι) μου, η μάνα σου.
Κλείνουμε τις ευχές με τούτην που ακολουθεί και που απηχεί την ευχή της Παγκύπριας λαϊκής Ψυχής:
ΘΕΕ, ΠΟΥ ΤΗ ΓΗ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΣ, Τ'ΑΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΗΛΙΟΝ,
ΒΟΗΘΑ ΝΑ ΓΙΝΗ Η ΚΥΠΡΟΣ ΜΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ!
Πηγή: Από το βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη «ΚΥΠΡΟΣ», τόμος Β', 1963
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC