Εν Κύπρο υπάρχει το ακούμενον λάβημα ή να λάβη ή έλαβε το καλόν μωρόν ή και ο άνθρωπος, όπερ είνε νευρική τις ασθένεια, ην άπαξ άπαντες οι εν τη νήσω άνθρωποι φρονούσιν ότι πρέπει να διέλθωσιν, είτε εν τη παιδική ηλικία, είτε και μετά ταύτα κατά τον βίον μέχρι της τελευσής των.
Όταν λάβη το καλόν του το μωρόν, εάν τύχη να ήνε η μήτηρ του παρούσα ουδόλως το αγγίζει· διότι κατά παραδεδεγμένην παρ'αυτοίς πρόληψιν, όπου αυτή το εγγίση, το μέρος εκείνο του παιδός ή θα παραλύση ή θα ξηρανθεί.
Μερά δε το λάβημα επί τρεις ημέρες καθιστώσιν οι συγγενείς του το μωρόν αθέατον εις πάντα μη ευρεθέντα εκεί κατά την στιγμήν της ασθενείας του υπό του φόβου, ίνα μη το δη γυνή εν ακαθαρσίαις ευρισκόμενη ή άνθρωπος ακάθαρτος. κατά το διάστημα τούτο αναγινώσκουσιν απ'αυτού Τετραυάγγελον ήτοι τα τέσσερα Ευαγγέλια, και ταύτην μόνην την πρόνοιαν διά δια την τοιαύτην ασθένειαν αυτού λαμβάνουσιν.
Αν δε το λάβημα απαναληφθή δευτέραν ή και περισσοτέρας φοράς, τότε λέγεται άσχημη αρρώστια, ήτοι το λάωμα (= ιερά νόσος, αρχ. σεληνιασμός κοιν.), και τότε πάλιν καταφεύγουσι πρώτα εις τα διαβαστικά ήτοι εις διαβάσματα των ιερέων, έπειτα εις τα μαγικά ήτοι εις τα μαγείας και επί τέλους εις κανένα εν ταις πέριξ κώμαις ευρισκόμενον εμπειρικόν ιατρόν ή εις τινα γραίαν, την γιάστρισσαν επαγγελλομένην.
Όταν δ'άπαντα ταύτα αποτύχωσιν, άρχονται τα ταξίματα του πάσχοντος εις διαφόρους αγίους, και επί τέλους το σκλάβωμα αυτού εις τον νομιζόμενον άγιόν του, επλίζοντες ότι οι άγιοι, εις ους ετάχθη, είτε ο άγιος, εις ον εσκλαβώθη, ότι θα τον τον ρίψωσι ψυχάριν ήτοι θα σεληνιασθή ενώπιον της εικόνος του, μεθ'ο ξεράσας τέρας τι όμοιον προς κά(β)ουρον ή πολύποδα ή ιχθύν ή άλλο τι θα περαπευθή.
Το δε ξερασθέν τέρας, όπερ θεωρείται ως ενοχλούν τον πάσχοντα (διάβολος ή στοιχείο) πρέπει αμέσως όλως διόλου να καή και να σκορπισθή η στάκτη του εις τον αέρα, ίνα μη επανέλθη εντός αυτού, μεθ'ο η ίασις θεωρείται βεβαία και αναπόφευκτος, ότι και τα αναθήματα πολλαπλασιάζονται.
Τα δε ταξίματα γίνονται ούτως ενώπιον της εικόνος του αγίου· ο πάσχων ή ο πλησιέστερος συγγενής του ιστάμενος λέγει τοιαύτα τινά «Άγιε Παντελεήμονα και γιάτρεψέ με και να 'ρτω να ππέσω ψυχάριν εις την χάριν σου» ή «Άϊ Γιώρκη μου και γιάτρεψε το παιδί μου και να σου φέρω μιαν λαμπάδα του ίσιου του», ή «να δήσω ένα ζευκάριν βούδκια (βώδια) στα γρικέλλια της πόρτας σου» ή «πόσπασέ το Κυρία μου, 'πο τούτον το κακόν και νά 'ρτω παρπατητή ή ξηπόλυτη ή γονατιστή να τον φέρω να σε προσκυνήση».
Τοσαύτη δε η συρροή τοιούτων και άλλων ασθενών γίνεται κατά τις πανηγύρεις των ιατρών θεωρούμενων αγίων και ιδίως του Αγίου Παντελεήμονος, ώστ΄επεκράτησε να λέγεται και η ακόλουθος παροιμία «Κουτσοί στρα(β)οί στον Άγιον Παντελεήμονα».
Αθανάσιος Σακελλάριος, Τα κυπριακά, τόμος Α', Αθήνα, 1890
Η φοβερά νόσος του σεληνιασμού θεωρείται αναποσπάστως συνδεδεμένη με την ζωήν του ανθρώπου. Καλούσιν αυτή λάωμαν ή λάβισμαν και κατ'ευφημισμόν το Καλόν ή το α(δ)ερφικόν. Νομίζουσι δε, ότι έκαστος άνθρωπος θα προσβληθή υπ'αυτής αφάπαξ ή κατά την νηπιακήν ηλικίαν ή κατά τας τελευταίας στιγμάς του. Ήκουσα παρά τινος χωρικής εν Επισκοπή 1911, ότι προσβάλλεται και κατ΄αυτή την γέννησίν του. Το βρέφος γεννάται πομαυρισμένον «πομαυρισμένον» και δεν κλαυθμηρίζει. Αι μαΐαι οννοούσιν ότι έπαθε το καλόν του και το αφίνουσι απεριποίητον, μέρχις ότου παρέλθη η δήναμις του παροξισμού.
Ημέρας τινάς προ της προσβολής το παιδίον φαίνεται πολύ αδιάθετον· άμα τη προσβολή η μήτηρ, αν τύχη κρατούσα αυτό εις τας αγκάλας της αφείλει να το αφήση ήρεμα κατά γης και να προσέξη μήπως το εγγίση με τας χείρας της, διότι, αν συνβή το τοιούτο εξ άπαντος το παιδίον θα κουτσωθή κατά τας χείρας ή τας πόδας. Ευθύς δε παρά την κεφαλήν του σεληνιασθέντος, οσάκις ούτος κείται κατά γης, ή υπ'αυτήν, αν είχεν προσβληθή επί κλίνης, εμπήγουσιν εις την γην «μαχαίριν τρικάρφιν, μαυρομάνικον». Είτα εξάγοντες τούτο ανασκάπτουσι το έδαφος, όπου πρότερον ήτο εμπεπηγμένον και ευρίσκουσι τρία ανημμένα «καρβουνούδκια» τα όποια διαλύοντες εις ύδωρ ποτίζουσι τον πάσχοντα. Εκ της ταχείας ορύξεως των καρβουνουδκιών εξαρτάται αν θα ευρεθούν εσβεσμένα ή αφτούμενα (ανημμένα).
Αφού ποτίσωσι τον πάσχοντα την διάλυσιν, ο οποία φέρει ωφέλειαν, κατόπιν η μήτηρ αυτού αφαιρέσασα το εσώβρακόν της «δκιασσελλά» (διασκελίζει) πρις αυτόν επιλέγουσα εις έκαστον «δκιασσέλλισμαν» (διασκελισμόν), «μιάν φοράν σε γέννησα, μιάν φοράν να το πάθης».
Επειδή η νόσος αυτή θεωρείται δαιμονική, δια τούτο προσφεύγουσι και εις την θείαν αντίληψιν· πέριξ του πάσχοντος θέτουσι μικράς εικόνας της Παναγίας, των τεσσάρων Ευαγγελίων και διάφορων άλλων αγίων προς περιφρούρησιν από πάσης του πονηρού επηρείας. Αμέσως δε την επαύριον στέλουσιν, ως εν Λεμεσώ, στέλλουσιν εις τον «Άϊ Λουκά» του Κολοσσιού (ονομ. το Κολόσσι) «λουτουρκάν» δια να τελεσθή επ'ονόματι του πάσχοντος η Θεία Μυσταγωγία εν τω ναώ του Ευαγγελιστού, του οποίου η χάρις θεωρείται υπό των Κυπρίων, ως αποδιώκουσα τα πονηρά πνεύματα.
Ξενοφών Π. Φαρμακίδης «Άπαντα» εν Λευκωσία, 1926