Στη σειρά των δημοτικών ιστορικών ποιημάτων της Κύπρου, με λόγια κάπως μορφή ανήκει και ο «Θρήνος της Κύπρου», αποτελούμενος από 906 δεκαπεντασύλλαβους στίχους ομοιοκατάληκτους κατά ζεύγη. Θέμα του ποιήματος είναι η κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570 - 1571 που ο ποιητής περιγράφει με συγκλονιστικές εικόνες τη μεγάλη τραγωδία της καταστροφής του νησιού. Ο ποιητής παραμένει άγνωστος και ανώνυμος, όμως ο Σίμος Μενάδρος (Κύπριος πανεπιστημιακός, συγγραφέας, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών) που δημοσίευσε το 1901 μεγάλο τμήμα του αφηγητικού ποιήματος εκφράζει την άποψη ότι ο συνθέτης του έργου είναι ο Σολομών Ροδινός. Την άποψη αυτή υοιθετεί και ο ο διαπρεπής ιστορικός της Κύπρου, Θεόδωρος Παπαδόπουλος.
Το πολυστιχότατο τούτο ποίημα - με τις δραματικές του λεπτομέριες που ο δημιουργός του τις έζησε και ήταν μάρτυρας των γεγονότων, τόσο στη Λευκωσία όσο και στην Αμμόχοστο, θεωρήθηκε, παρ'όλες τις τεχνικές του ατέλειες, τις επαναλήψεις και τις περιττολογίες του, σαν ένα ζωντανό αφηγηματικό ντοκουμέντο, σαν ένα ιστορικό χρονικό που ρίχνει άπλεστο φως στα τραγικά γεγονότα της αρπαγής της Κύπρου από τους Τούρκους.
Θρήνος της Κύπρου
Πού θθε ννα δη, να λυπηθή, να κλάψη, να θρηνήση
της Κύπρου τους παραδαρμούς ας έλθη ν'αργροικήση.
Ο Τούρκος σαν ακάθετον ΄ς την Πόλιν 'ς το σκαμνίν του,
της Κύπρου ενθυμήθηκεν κι είπεν πως εν δική του.
Έκραξεν τους παχιάδες του, κονσέλιον να ποίση,
έκραξεν και τον κόνσολον, για να τον ερωτήση.
Λέγει τ', «αυθέντη κόνσολε, τούτο θέλω να ποίσης,
της Κύπρου το καστέλλιν της για να μου το χαρίσης».
Ο κόνσολος, ως φρόνιμος, φρόνιμ'απηλογήθην,
κλιστήν είχεν την κεφαλήν ως κάτω εις τα στήθη.
Λέγει τ', «αφέντη βασιλεύ Ανατολής και Δύσης,
εσύ μπορείς με πόλεμον τον κόσμον να ορίσης·
εγώ δούλος ευρίσκομαι χώρας της Βενετίας».
Μοναύτα 'κλίνεν κεφαλήν, απίσω να γυρίση,
κι ο βασιλεύς εννοιάζετο τούτο πώς να ποίση.
«Να γράψω», λε, «'ς τον πάιλον, για να με το χαρίση,
κι αν δεν εστέρξη το λοιπόν, θέλω να πολεμήσειν».
Γραφήν στέλλει 'ς στην Βενετιάν, ευθύς υπά'μαντάτον,
η Βενετία την γραφήν ογιαβάζει κι εγροικάτον.
Ευθύς του αποκρίνεται ό,τι μπορεί να ποίση,
κι έστειλεν την αρμάδαν του την Κύπρον να βλεπήση.
Τότες ο Τούρκος έκαμεν φουσάτ'ανδρειωμένον,
'ς στον Φοίνικαν απέσωσεν καλά αρματωμλενον.
Μίαν φρεάδαν έστειλε, διά να ξωβικλήση,
αν εύρ'βρεάδαν στον γιαλόν, εδώ να μην πατήση,
κι αν ίσως και να μην εύρη, σύντομα να γυρίση,
να φέρη την αρμάδα του για να την πολεμήση·
να 'λθη 'ς την Κύπρον το τουρκίν, πολλά κακά να ποίση,
τα τιμημέν'ανδρόγυνα να τα αποχωρίση,
της μάνες τες αγκαρδιακές να κάψη, να φλογίση,
να τις ποτίση τες πικριές και να τες μαρτυρήση,
πικριά νά 'ναι 'ς τον ύπνον των κι, όταν θέλουν ξυπνήσειν,
να τρέχουσιν τ'αμμάτια των, σαν την μεγάλην βρύσιν,
με λύπες κι αναστεναγμούς νά 'χουσι την ζωήν τους,
καλήν καρδιάν να μην έχουν 'ς το φαν τους για 'ς το πγείν τους
και νάχουν τούτον τον καμόν πατέρες και μητέρες,
άλλοι να χάννουν τους υιούς και άλλοι τες θυγατέρες.
Μα τούτον ήταν εκ Θεού κι ακούσατε τίντά'τον:
Χρόνον έλαμνεν ο σεισμός κι η γη χαμ'εβρικάτον,
η θάλασσα 'ταράττετο, δεν ξευρουσιν τίντά'τον,
καθώς φαίνονται 'ς τες γραφές σημαία των γραμμάτων.
Σημείον ήταν δυνατόν, κανείς δεν το 'φφοράτον
να 'ν έξαφνα 'τζι να φανή του Τούρκου το φουσάτον.
Οι χώρες όλες έτρεμαν, η Βανετιά 'φοβάτον,
η Κύπρος η καλότυχη ανέννοιαστη 'κοιμάτον,
δεν ξεύρει πως για λλόγου της ήτον ετοιμασμένον,
του Τούρκου το φουσάτον του κι έρχετ'αγριωμένον.
Έναν μαντάτον έφθασεν 'κ της Βενετιάς τα μέρη,
κι ήλθεν εδώ κι απέσωσεν Σάββατον μεσημέριν·
έτζι εγράφεν το χαρτίν πόδωσεν το μαντάτον,
«βλέπηθου, Κύπρος, κι έρχεται του Τούρκου το φουσάτον».
Όλες οι χώρες χαίρονται, Πόλις παραδιαβάζει
η Κύπρος η κακότυχη 'σφαλίσθην και στενάζει.
Όσον να πάγη μήνυμαν και να στραφή μαντάτον
ο Τούρκος εκοντόφθασεν 'ς την Πάφον κι εβρυκάτον.
Με φούργιαν εκατέβαιννεν εκείνον το φουσάτον,
κι η Κύπρος η κακότυχη ποττέ δεν το 'φφοράτον·
εδάκκαννεν τα χέργια του, αίματα 'πολομούσαν,
η θάλασσα ταράττετον, τα όρ'αντιδονούσαν.
Έναν καγίκιν έλαχεν του Κάβου, του Ροντάκη.
'ς την πόσταν ήταν καταυτού χωσμένον μες ς'τ'αργάκιν,
και πρόσωπον εποίκασιν κοντά 'ς το παραγιάλιν
κι έβλεπαν την αρμάδαν του έξω να μην την βγάλη.
Ήλθασιν κ' αραχτήκασιν ως κάτω στ'Ακρωτήριν
και έβγησαν κι εκάψασιν εκεί το μοναστήριν,
τον Άγιον Νικόλαον οπού 'ναι φορντιστήριν,
που 'τάγιζεν ξένους και φτωχούς κι όλον το παναγύριν.
Αρμένισεν κι εγύρευσεν 'ς την Λεμεσόν να πγιάση,
και ο Ροντάκης βιστουρά και φεύγει όπου φθάση.
Κινούν και κατεβαίννουσιν όλον το παραγιάλιν
και στέκουνται με λογισμόν πού έχει να τους βγάλη.
Ο συνεσκάρδος έλαχε με την καβαλλαρίαν
κι ωσάν τους είδεν, έφυγεν με την μεγάλην βίαν
και εις την Χώραν έσωσεν, εμπήκεν κι εσφαλίσθην,
κι από τον φόβον τον πολλύν η όψις του εσβήσθην.
Απέσωσεν και έραξεν 'ς της Αλυκής τα μέρη,
Τετράδα ήταν δύσκολη, ημέρα μεσημέρι.
Τα κάτεργα ασπρίζασιν, σαν κάμπον χιονισμένον
και παρευθύς απέζευσαν, σαν λέονταν κακιωμένον.
Ως τα 'δασιν οι χριστιανοί βρίσκονται λλιωμένοι,
και παρευθύς ετρέξασιν προς την Φανερωμένην.
Γονατιστοί εππέσασιν, δάκρυα φορτωμένοι,
κι εκλαίασιν οι άθλιοι με μιαν φωνήν καμένην:
«Κυρία, μήτερ του Χριστού και Δέσποινα παρθένη,
βοήθησε τους χριστιανούς, μηδέν πάσιν χαμένοι.
Αν κι είμεσθεν αμαρτωλοί όλοι κριματισμένοι,
ζητούμεν τώρα να ΄μεσθεν όλοι συμπαθησμένοι.
Ως άνθρωποι επταίσαμεν και είμεσθεν πταισμένοι
τούτην την ώραν ήμεσθεν όλοι μετανωμένοι.
Δέσποινα, μήτηρ του Χριστού, Δέσποινα και παρθένη,
με την παράκλησιν την σην νά 'μασθαν φυλαγμένοι,
τες αμαρτίες τες πολλές, πόχομεν καμωμένες,
με το πολύ του έλεος νά 'ναι συγχωρημένες·
πολλές είναι και αμέτρητες και ας τες συμπαθήση,
κλαίγομεν πως επταίσαμεν δια να μας συγχωρήσει».
Η δε παρθένος Δέσποινα μπροστά εις τον Δεσπότην
παράκλησιν έκαμεν πολλήν δια την χριστιανότην·
τα τάγματα τ'αγελλικά και πάντων των αγίων
γονατηστά ευρέθησαν εις χρόνον τε τον θείον,
παράκλησιν εποίησαν όλα εις τον Δεσπότην
Το πλάσμα του να λυπηθή, όλην την χριστιανότην
και τ'αναμάρτητα παιδιά, δια να μην σκλαβωθούσιν
για να μην τ'ασεβήσουσιν και να απολεσθούσιν,
τα τρυφερά θιγάτρια τ'αρχόνταναγιωμένα,
για να μην τα μιάνουσιν και μείνουσιν φθαρμένα·
μετά δακρύων δέονται, πολλά παρακαλούσιν
τα τάγματα κι η Δέσποινα, τίποτε δεν ποιούσιν.
Και πάλιν η παντάνασσα προς τον υιόν της λέγει,
γονατιστή εστάθηκεν, αμέτρητα του κλάει.
«Ω Δέσποινα, επίβλεψον γέροντες και παιδία,
μηδέν γενούν αιχμάλωτα και παν 'ς την απολείαν.
Το όνομά σου σέβονται και είναι πλάσματά σου,
άλλον Θεόν δεν μολογούν, ειμή το όνομά σου.
Εις τον σταυρόν ανέβηκες, υιέ μου, κι εκερφώθης
και έχυσες το αίμα σου, τον κόσμον σου να σώσης,
έλεβες τόσα βάσανα και όλα τα μαρτύρια,
να βγάλης τους πρωτόπλαστους από τα κολαστήρια.
Έκλινες 'πο τους ουρανούς και ήρθες και σαρκώθης,
την σάρκα μας εφόρεσες, για να μας 'λευτερώσης.»
συνεχίζεται