'Ήτανε νύχτα σκοτεινή, ολόβαθο σκοτάδι
που σκέπαζε την άμοιρη και ξακουσμένη Κρήτη,
κλάψες, καμοί και βάσανα, μαρτύρια του Άδη.
Από ψηλά ακουστήκανε εκεί στον Ψηλορείτη
τουφέκια βροντερόφωνα, απελπισιάς κατάρα.
Μέσα στην Κρήτη δεν μπορείς ναΰρης μιά φούχτα χώμα
να μην είναι από δάκρυα κ'αίματα ποτισμένο.
Αιματοβαφτιστήκανε κ'οι βράχοι της ακόμα,
κ'εκείνος που απέμεινε κουφάρι μαραμμένο,
θωρεί νεκρούς και κόκκαλα κάθε στιγμή μπροστά του,
'ρωτά για τον πατέρα του, την μάνα, τα παιδιά του.
Η γη της φαρμακώθηκε, χορτάρι δεν φυτρώνει,
γεννά τ'αγέρι στεναγμούς, τα δάση μαραμμένα
γερνούνε και ψυχομαχούν, πουλάκι δεν ζυγώνει
μοιρολογά από μακριά κυττάζει τρομαγμένα
κ'οι βρύσες με το μυστικό αυτό μουρμούρισμά τους
αφήνουν γογγητό βαθύ, ματώνουν τα νερά τους.
Τα αίματα που πήξανε στη γη τη χορτασμένη
κ'οι μαύροι οι αναστεναγμοί που η σκλαβιά γεννούσε
μες στο σκοτάδι τα βαθύ, σε ώρα ξεχασμένη,
εκεί που μόνο του Θεού το μάτι τα θορούσε
ανταμωθήκενε κρυφά, εδώκανε το χέρι
κ'έκαμαν όρκο στο Θεό πιστό να γίνουν ταίρι.
Πολύς καιρός επέρασε, καταραμένα χρόνια,
μα ξάφνου αστραπόβροντα, σεισμός, ανεμοζάλη·
σαλεύουνε τα θέμελα της γης, τα καταχθόνια,
και μιά φωνή από βαθιά ακούεται μεγάλη:
«Φύγε σκλαβιά, μεριάσετε κλάψες, καμοί χαθήτε,
η Λευτεριά γεννήθηκε, νεκροί αναστηθήτε».
Προβάλλει κόρη φωτερή, του Παραδείσου αχτίδα
κρατώντας εις τα χέρια της τα δάφνινα στεφάνια,
το όνειρο του Έλληνα, τη μόνη μας ελπίδα,
που τα φορούνε αδελφοί με τόση περηφάνεια
κι'ως Ηγεμόνα δέχουνται με δόξα και καμάρι
του Βασιλιά μας το παιδί, του Θρόνου μας βλαστάρι.
Η φύσις ελουλούδισεν, αρώματα σκορπίζει·
γιορτάζουν όλοι οι Έλληνες, αναγαλλιάζει η σφαίρα,
χαμογελά ο ουρανός, κάθε πουλί τονίζει
το μαγικό τραγούδι του, γιατί μιά θυγατέρα
πούταν στον Άδη, στης Τουρκιάς τα χέρια σκλαβωμένη,
έσπασε πια τα σίδερα και ζη λευτερωμένη.
Χαίρε, νησί μου ξακουστό, μαρτυρικό νησί μου,
κόρη πιστή της Μάνας μας, παιδί του Κοσιένα
με τόσες πόβαλες ευχές δέξου και τη δική μου.
Άμποτες νάρθη ο καιρός κ'εμείς καθώς εσένα
τέτοια γιορτή να κάνουμε, κ'ευθύς ας ξεψυχίσω
δεν είμαι σκλάβος, μα ποθώ ελεύθερος να ζήσω.
Δημήτρης Λιπέρτης
Χαλαρωμένη Λύρα (1890)